Τελευταία φορά που τον είχα δει ήταν νήπιο, με πεσμένα τα μαλλιά και με 22% πιθανότητες επιβίωσης σε μία από τις πλέον προηγμένες χώρες του κόσμου – στις άλλες κοντά στο μηδέν.

Χθες ήταν κοντά στα τριάντα, με κούρεμα και γένια χαρακτηριστικά της γενιάς του, των μιλένιαλς, με σμόκιν λόγω της περίστασης και με τη Σογκάντ αγκαλιά.

Μαζί με τον πατέρα του και τις οικογένειες ήταν εκεί και η Σέτι, η μάνα του. Ήμουν και εγώ.

Κάποια στιγμή όλοι θα φύγουμε. Αλλά χθες ήμασταν νικητές. Ύστερα από απανωτές ήττες – Γιάννης, Αλέξης, Ρίζος, Δημήτρης, Γιάννος, Γιάννης, Φώτης, Κώστας, Σταύρος –, μία νίκη. Μικρή μέσα στη μεγάλη εικόνα, θα πει κανείς.

Εγώ όμως ήθελα να βγω μέσα στη νύχτα στο δρόμο και να φωνάξω με άγρια χαρά ένα από αυτά τα άσεμνα, περιπαικτικά συνθήματα που φωνάζουν οι οπαδοί στο γήπεδο όταν η ομάδα τους έχει νικήσει τον αιώνιο αντίπαλο.