Σπάνια άκουσα κάτι από τον Τόνι Μπεν με το οποίο θα μπορούσα να συμφωνήσω – τον είχα κατατάξει (όπως και οι περισσότεροι στη Βρετανία) στην κατηγορία Loony Left. Ωστόσο, πάντοτε ασκούσε πάνω μου μία «πολιτική γοητεία», προκαλώντας μου δέος.

Ίσως ήταν το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του, ο τρόπος με τον οποίον έκανε πολιτική, παραβαίνοντας κάποιους βασικούς κανόνες που έχουν να κάνουν με την επιλογή εφικτών και όχι μαξιμαλιστικών στόχων, με ενδιάμεσους σταθμούς. Εκείνος προσδιόριζε ξεκάθαρα τον τελικό του στόχο και τον επεδίωκε χωρίς ελιγμούς και παραχωρήσεις.

Ίσως γι’ αυτό πέτυχε τόσο λίγα από τα πράγματα που είχε στο μυαλό του. Ίσως τελικά να μην ήταν τόσο πολιτικός, όσο ακτιβιστής. Αυτό το ρομαντικό στοιχείο της δράσης του ήταν μάλλον που καθιστούσε την προσωπικότητά του ελκυστική σε ανθρώπους τόσο ιδεολογικά αντίθετους με εκείνον.

Αλλά υπήρχε και κάτι ακόμη: ο σκληρός και μακρύς αγώνας που χρειάσθηκε να δώσει προκειμένου να απαλλαγεί από τον τίτλο ευγενείας που κληρονόμησε από τον πατέρα του, αφού είχε πεθάνει ο μεγαλύτερος αδελφός του. Αυτός ο τίτλος, όχι μόνον ήταν ασύμβατος με το ιδεολογικό του προφίλ, αλλά θα τον απέκλειε από τη Βουλή των Κοινοτήτων, από όπου σκόπευε να δώσει τις πολιτικές του μάχες. Όταν, ύστερα από χρόνια αγωνιστικής διεκδίκησης από τον ίδιον, τέθηκε σε ισχύ ο νόμος που του επέτρεπε να αποκηρύξει τον τίτλο του, του πήρε 22 λεπτά της ώρας να το κάνει.

Στο δικό μου μυαλό, ο Μπεν απέπνεε ένα ήθος, το οποίο ανήκε στο παρελθόν και είχε ήδη χαθεί οριστικά. Ερχόταν σε μία τρανταχτή αντίθεση με το ήθος των πολιτικών της επόμενης γενεάς. Μου έφερνε στο νου τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Παναγή Παπαληγούρα ή το Γιάννη Αλευρά, που έζησαν και πέθαναν πένητες, ενώ λίγα χρόνια μετά οι επίγονοί τους έκαναν επίδειξη του πλούτου τους και του κοινωνικού τους στάτους.

Όλα αυτά πήραν μορφή και έγιναν εικόνα ένα μεσημέρι σε κάποιο ξενοδοχείο του κεντρικού Λονδίνου στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος, κομματικός άρχων στο ΠΑΣΟΚ της εποχής και προαλειφόμενος για τη διαδοχή του Ανδρέα, στο περιθώριο κάποιας υπουργικής επίσκεψής του στη βρετανική πρωτεύουσα, είχε κανονίσει και ένα εθιμοτυπικό ραντεβού με τον Τόνι Μπεν.

Με τον αέρα της ισχύος, μέσα στην πολυτέλεια του χώρου και την τελειότητα του κοστουμιού του και περιτριγυρισμένος από τα στέλεχη του, ο Άκης εμφανίσθηκε (προς τιμήν του, στην ώρα του, αν δεν με απατά η μνήμη μου) στο λόμπι του ξενοδοχείου για να υποδεχθεί τον καλεσμένο.

Είδα τον -ήδη αρκετά ηλικιωμένο- Μπεν να καταφθάνει. Χωρίς κανέναν συνοδό, περπατώντας από τον κοντινότερο σταθμό του υπόγειου σιδηροδρόμου, με ένα τσαλακωμένο σακκάκι, ένα φθαρμένο παντελόνι, μία πολυφορεμένη γραβάττα, ένα πράσινο φθηνό αδιάβροχο και ένα πλαστικό σακκίδιο στον ώμο, έμοιαζε με μηχανοδηγό του μετρό που μόλις τελείωσε τη βάρδια του.

Ο Άκης τον υποδέχθηκε με φιλικότητα, αλλά ίσως κάπως υπερβολική. Σαν να μου φάνηκε ότι τον αντιμετώπιζε με οικειότητα αλλά αφ’ υψηλού. Είχε έναν αέρα υπεροχής, δεν είχε τη συγκίνηση, και το δέος, που περίμενα να έχει ένας ασήμαντος πολιτικός μιας μικρής χώρας όταν συναντά έναν πολιτικό γίγαντα του ιδεολογικού του χώρου, με τόσο σημαντική -ιστορική- διαδρομή.

Κάθησαν όσο κάθησαν, είπαν λίγα πράγματα, χαιρετήθηκαν και πήραν ο καθένας το δρόμο του: ο Άκης στη σουίτα του, πιθανώς για να φορέσει (πιο) επίσημο κοστούμι, και μετά στη λιμουζίνα για να συνεχίσει το πρόγραμμά του· ο Μπεν, με το σακκίδιο των 5 λιρών στον ώμο, πεζή προς το μετρό.