Την είδαμε για πρώτη φορά πριν από ένα χρόνο και κάτι. Στο διπλανό κρεβάτι. Όμορφη, με λεπτά χαρακτηριστικά που πρόδιδαν μια έμφυτη ευγένεια. Αλλά χλωμή και αδύνατη. Με μια μπαντάνα να καλύπτει το αποψιλωμένο κεφάλι της.

Η μητέρα της τής έκανε μασάζ στα πόδια για να την ανακουφίσει – εικόνα τρυφερότητας. Ο πατέρας της δίπλα, κουβέντες για τα πρακτικά, εικόνα μαχητικής αισιοδοξίας. Κάθε 21 μέρες έκαναν το ταξίδι των τρεισήμισι ωρών στην Αθήνα, περνούσαν μία νύχτα εδώ και επέστρεφαν μετά το νοσοκομείο. Μια γροθιά οι τρεις τους.

Παρά τους πόνους και την πρόδηλη εξουθένωση, εκείνη αντί για καρτερία έβγαζε ζωντάνια. Μιλούσε για το πρόβλημα, για τη ζωή της, κοιτούσε μπροστά. Ήταν αστυνομικός, υπηρετούσε σε ένα νησί, σχεδίαζε να παντρευτεί, θα το πάλευε.

guilt

Πώς είναι δυνατόν να επιβληθεί μια αστυνομικίνα που αποπνέει τέτοια εύθραυστη αίσθηση, αναρωτιόμουν και μου φαινόταν διασκεδαστική η ιδέα ότι θα συλλαμβάνει κόσμο χαμογελώντας ντροπαλά.

Οι μήνες περνούσαν, ρωτούσαμε για εκείνην, δεν ήταν καλά τα νέα, όλο και χειροτέρευε. Και μαζί μεγάλωναν και οι δικές μου ενοχές.

Ίσως ήταν αυτές οι ενοχές που κάποια μέρα με οδήγησαν να πάω να την δω. Δήθεν τυχαία, αλλά προσχεδιασμένα. Μόνο τότε κατάλαβα πραγματικά.

Η όψη της είχε αλλάξει, η ζωντάνια είχε χαθεί, η παραίτηση φαινόταν στα κομμένα μάτια της. Η μάνα της πάντα εκεί, αλλά με την απόγνωση χαραγμένη στο πρόσωπο.

Δεν με θυμήθηκε. Με ευχαρίστησε ευγενικά και απελπισμένα, παρότι δεν της έφερνε τίποτε στη μνήμη η παρουσία μου. Σαν να με αποχαιρετούσε η φαντασιακή μου φίλη.

Την επόμενη φορά που ρώτησα, είχαν όλα τελειώσει. [Πάλι ενοχές.]

Ελένη, ετών 26, τέλος.