Ποιος θα το φανταζόταν πριν από λίγα χρόνια, την εποχή της ευημερίας, ότι τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα θα ανοίγαμε θέματα που παραπέμπουν στον Μεσαίωνα και θέτουν υπό αμφισβήτηση ελευθερίες και δικαιώματα που εδώ και γενεές θεωρούσαμε εδραιωμένα, με αφορμή μάλιστα το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο.
Εν όψει της κατάθεσης στη Βουλή του ταλαιπωρημένου νομοθετήματος, 38 βουλευτές της ΝΔ έσπευσαν, με επιστολή τους προς τον πρωθυπουργό, να ζητήσουν να αντιμετωπιστεί ως αδίκημα και η άρνηση της Γενοκτονίας των Χριστιανών της Ανατολής (Ποντίων, Μικρασιατών, Αρμενίων και Ασσυρίων), τονίζοντας ότι «η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Θράκης αποτελεί ένα αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, γι’ αυτό πολύ σωστά, αν και καθυστερημένα, ομόφωνα αναγνωρίσθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων τον Φεβρουάριο του 1994».
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου καθησύχασε τους βουλευτές με ανακοίνωση, στην οποία υπενθυμίζει πως έχει ήδη δηλώσει «κατηγορηματικά ότι η κακόβουλη άρνηση ή ο ευτελισμός και των γενοκτονιών που το ελληνικό Κοινοβούλιο έχει αναγνωρίσει, θα αντιμετωπίζεται ρητώς με την τελική διαμόρφωση της σχετικής διάταξης, ως αδίκημα, όπως το Ολοκαύτωμα ή οι γενοκτονίες που διεθνή ή ελληνικά δικαστήρια έχουν αναγνωρίσει με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις».
«Αλήθεια είναι…»
Από την ανακοίνωση Αθανασίου προκύπτουν δύο παραδοχές:
- Πως ό,τι ψηφίζει μία πλειοψηφία στη Βουλή των Ελλήνων (που, στο κάτω – κάτω, απλώς αποτυπώνει τους συσχετισμούς μιας συγκεκριμένης στιγμής και μόνον τους πολιτικούς) ή ό,τι αποφασίζει κάποιο δικαστήριο ισχύει έναντι αληθείας και μάλιστα ιστορικής.
- Πως αυτήν την υποτιθέμενη αλήθεια απαγορεύεται να την ερευνήσει, διασταυρώσει ή αμφισβητήσει κανείς.
Η πρώτη είναι διαπιστωτική: «ό,τι ψηφίζει η Βουλή των Ελλήνων και ό,τι κρίνουν τα δικαστήρια είναι αλήθεια». Και είναι, ασφαλώς, παράλογη. Θυμηθείτε τον Γαλιλαίο…
Η δεύτερη είναι δεοντική (τι επιτρέπεται και τι όχι), άπτεται των βασικών ιδεολογικών αρχών της φιλελεύθερης, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Και, αυταπόδεικτα, αντιβαίνει προς αυτές, καθώς ποινικοποιεί αυτήν καθαυτήν την ελεύθερη έκφραση γνώμης, όχι την ηθική αυτουργία σε τέλεση αδικημάτων.
Μας επιτρέπουν οι δημοκρατικές αρχές να αναθέσουμε τέτοιου είδους ιδεολογική αστυνόμευση στον ποινικό νομοθέτη και στα δικαστήρια;
Θα μπορούσε, βεβαίως, κανείς να ισχυρισθεί πως συγκεκριμένες ιδεολογίες είναι συνυφασμένες με τέλεση αδικημάτων (π.χ. ρατσιστικών) και πως τέτοια αδικήματα είναι η λογική συνέπεια συγκεκριμένων ιδεολογικών αρχών και αξιακών συστημάτων.
Σε επίπεδο θεωρητικής ανάλυσης δεν υπάρχει αμφιβολία πως τέτοιοι ισχυρισμοί μπορεί να θεμελιωθούν. Αλλά επιτρέπεται από τις δημοκρατικές αρχές που έχουμε ως κοινωνικό σύνολο αποδεχθεί και εγκαθιδρύσει, να αναθέσουμε τέτοιου είδους ιδεολογική αστυνόμευση στον ποινικό νομοθέτη, επαφιόμενοι μάλιστα στα δικαστήρια για να κριθεί το κατά πόσον είναι «κακόβουλη» η άρνηση ή αν κάποια διατύπωση συνιστά «ευτελισμό»;
Πού σταματάμε;
Η συνταγματική και κοινοβουλευτική μας τάξη και παράδοση έχουν αποδεχθεί τη λειτουργία κομμάτων που έχουν στόχο την ανατροπή του πολιτεύματος (κάτι που συνιστά αδίκημα), υπό την αίρεσιν ότι δεν θα προχωρήσουν προς τον σκοπό αυτό σε ενέργειες που παραβαίνουν την ισχύουσα δημοκρατική νομιμότητα. Θα ανατρέψουμε το καθεστώς αυτό που δεν φαίνεται να έβλαψε τη δημοκρατική μας ομαλότητα τα τελευταία 40 χρόνια;
Τα τελευταία χρόνια, με την άνοδο της Χρυσής Αυγής, πολλοί μοιάζουν να ξεχνούν ότι η έννομη τάξη μας, σε εφαρμογή των φιλελεύθερων αρχών, δεν απαγορεύει να είναι κάποιος εθνικοσοσιαλιστής ή οτιδήποτε άλλο.
[Σε αυτήν την παρανόηση έχουν συντελέσει και η τάση των ΜΜΕ για εντυπωσιασμό, αλλά και η δειλία των στελεχών της ΧΑ, που δεν έχουν το ηθικό και πολιτικό ανάστημα να δηλώσουν ξεκάθαρα την ιδεολογική τους τοποθέτηση, αλλά την αρνούνται απολογητικά, γελοιωδώς και, ασφαλώς, καθόλου πειστικά.]
Και αν κάνουμε αρχή σε τέτοιου είδους ποινικοποίηση, τότε πού θα σταματήσουμε;
«Και οι Αθηναίοι τι έκαναν στη Μήλο»; Ο κατάλογος δεν θα έχει τέλος,,,
Η βουλευτής της ΝΔ Τάνια Ιακωβίδου δείχνει τον δρόμο: σε δική της επιστολή, σημειώνει ότι «πέραν τούτου, εφόσον, γίνεται -ορθότατα- αναφορά στα ναζιστικά εγκλήματα, εξ αιτίας των οποίων μισό εκατομμύριο Έλληνες έχασαν τη ζωή τους στην Κατοχή, ίσως να πρέπει να γίνει αναφορά και στα κομμουνιστικά εγκλήματα του Στάλιν, του Μάο Τσε Τουνγκ και των Ερυθρών Χμερ, τα οποία αποτελούν αιώνια στίγματα για την ανθρωπότητα».
«Και οι Αθηναίοι τι έκαναν στη Μήλο»; Ο κατάλογος δεν θα έχει τέλος…
Και παραπέρα… Θα ποινικοποιήσουμε μήπως και την αναφορά σε ιστορικά γεγονότα που ενδεχομένως αμαυρώνουν την εθνική μας εικόνα, έτσι όπως την έχουμε οι ίδιοι φιλοτεχνήσει; Θα απαγορευθεί, δηλαδή, επί παραδείγματι, να διασταυρώσουμε ιστοριογραφικά τα μισόλογα των παππούδων μας για ωμότητες των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρασιατική Εκστρατεία, το τι πραγματικά έγινε από το 1963 και μετά στην Κύπρο ή την εξόχως ουμανιστική πράξη του αυτοκράτορα Βασιλείου του Β‘ το έτος 1014;
Αθανασίου εναντίον Αθανασίου
Τον Μάιο του 2013 ο κ. Αθανασίου είχε υποβάλει στον πρωθυπουργό υπόμνημα σχετικά με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που είχε συντάξει το υπουργείο Δικαιοσύνης υπό τον Αντώνη Ρουπακιώτη. Με το λεπτομερές σημείωμά του, ο μετέπειτα διάδοχος του κ. Ρουπακιώτη κατέρριπτε ουσιώδεις διατάξεις του τότε σχεδίου νόμου.
Στο υπόμνημα ο κ. Αθανασίου σημειώνει ότι η σχετική απόφαση – πλαίσιο της Ε.Ε. εξαιρεί από την υποχρέωση ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο των χωρών-μελών διατάξεις που αντιβαίνουν στον καταστατικό χάρτη τους (δηλαδή, στο Σύνταγμα) ή στις πολιτιστικές και νομικές τους παραδόσεις και καταγράφει ενδεικτικά τις συνταγματικές αρχές της ελευθερίας της έκφρασης και του συνεταιρίζεσθαι, οι οποίες εκτιμά ότι παραβιάζονται από τις διατάξεις που περιείχε το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο Ρουπακιώτη.
Επικαλείται δε απόφαση του γαλλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου που έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο για την ποινικοποίηση της άρνησης της γενοκτονίας των Αρμενίων και τη συσχετίζει με τις τότε προταθείσες διατάξεις, οι οποίες θεωρεί πως παραβιάζουν την ελευθερία του λόγου, των απόψεων και του Τύπου γενικότερα.
Έτσι, ο κ. Αθανασίου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο καλύπτει απολύτως, με ελάχιστες βελτιώσεις, τις ανάγκες συμμόρφωσης με την απόφαση-πλαίσιο της Ε.Ε.
Τι ακριβώς άλλαξε στον έναν χρόνο και κάτι που μεσολάβησε; Πώς διαφυλάσσει ο κ. Αθανασίου με το δικό του αντιρατσιστικό νομοθέτημα «τις ελευθερίες της έκφρασης, του λόγου, των απόψεων και του Τύπου γενικότερα»;
Πυρές
Είναι κατανοητή η μικροπολιτική ανάγκη αντιμετώπισης της εκλογικής επιρροής του τέρατος, μία ανάγκη που ώθησε τους 38 βουλευτές στη δημόσια παρέμβασή τους. Είναι επίσης κατανοητές οι ανάγκες συντήρησης της εθνικής μας μυθολογίας (όπου η λέξη «μυθολογία» δεν συνεπάγεται απαραιτήτως διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας, αλλά πολιτική χρήση ιστορικών στοιχείων, πραγματικών ή εξωραϊσμένων).
Είναι, τέλος, γενικά παραδεδεγμένο ότι η πολιτική χρήση της ιστορίας είναι τουλάχιστον συνομήλικη με την εμφάνιση του εθνικισμού και σε κάποιον βαθμό είναι αναπόφευκτη και απαραίτητη για τη δημιουργία εθνών.
Όμως οι Έλληνες άρχισαν τη διαδικασία αυτή πριν από εκατοντάδες χρόνια, πολύ νωρίτερα από τους περισσότερους, και έχοντας μάλιστα ως υποβοηθητική παρακαταθήκη την ιστορική οντότητα του Γένους. Πόσο έντονη είναι πια η έλλειψη εθνικής μας αυτοπεποίθησης, ώστε -χίλια χρόνια μετά την επίδειξη ανθρωπιάς από τον Βασίλειο το Β’- να στήνουμε πυρές…
Υ.Γ.: Την Τρίτη 26 Αυγούστου επρόκειτο να εισαχθεί για συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή σε δύο συνεδριάσεις του Β’ Θερινού Τμήματος το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο («τροποποίηση του ν. 927/1979 και προσαρμογή του στην απόφαση πλαίσιο 2008/913/ΔΕ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου»). Η τύχη του όμως αγνοείται.