Σουρεαλιστική εικόνα: Έξι άνθρωποι, μιας κάποιας ηλικίας (άρα και κάποιας τεκμαρτής σοβαρότητας), φωνάζουν όρθιοι, γελούν και χαλούν τον κόσμο, παιδιαρίζοντας γύρω από μία οθόνη τηλεόρασης. Και πρόκειται για ανθρώπους αναμφισβήτητης ωριμότητας, με υψηλή μόρφωση και με τεράστιες επαγγελματικές ευθύνες, ανθρώπους από τους οποίους εξαρτώνται σημαντικά πράγματα για αρκετούς άλλους.

Και όμως κάνουν σαν παιδιά, φθάνουν στο σημείο να κάνουν καζούρα σε συναδέλφους τους, την ώρα που αυτοί τρέχουν στον αέρα το δελτίο ειδήσεων με τα νέα για το ντέρμπι: “Γιατί δεν χαμογελάει ο Μάλλης;”

Και στη συνέχεια συμφωνούν ότι η απόλαυση που δίνει ένα ανέλπιστο γκολ στα τελευταία λεπτά του αγώνα με λίγα πράγματα στη ζωή μπορεί να συγκριθεί.

Μάλλον μόνον το ποδόσφαιρο μπορεί να τα πετύχει όλα αυτά…

Εκατομμύρια αράδες έχουν γραφτεί για να εξηγήσουν τη μαζικότητα του φαινομένου, αλλά ίσως για τις ανάγκες του παρόντος σημειώματος αρκεί ο ισχυρισμός ότι το ποδόσφαιρο (σε κάποιες χώρες άλλα αθλήματα) είναι ο εθνικισμός του 21ου αιώνα.

Μπορεί το ποδόσφαιρο ως κοινωνικό φαινόμενο να είναι κατά 100 ή 150 χρόνια νεότερο από τον εθνικισμό, ωστόσο συμβιώνει μαζί του χωρίς ιδιαίτερες μεταξύ τους εντάσεις.

Ο οργασμός του γκολ

Προσφέρει δε ένα πανίσχυρο στοιχείο ταυτότητας, όχι ακόμη τόσο ισχυρό όσο το εθνικό, αλλά με παρεμφερή χαρακτηριστικά.

Βέβαια, όπως και ο εθνικισμός έτσι και οι ποδοσφαιρικές ταυτότητες βασίζονται πάνω σε εικονικούς εχθρούς και γι’ αυτό και τους καλλιεργούν. Εχθρούς που συμβολίζουν το απόλυτο κακό και οι οποίοι προσφέρουν οξυγόνο στη δική μας ποδοσφαιρική ταυτότητα.

Υπάρχουν, λοιπόν, ευθείες παραπομπές στη δική μας ανωτερότητα και, κατ’ επέκτασιν, υπάρχει και αποδοχή της χρήσης βίας.

Τουλάχιστον, ο ποδοσφαιρικός εθνικισμός (εκτός από μία ιστορική περίπτωση) δεν οδηγεί σε πολέμους…