Το κυριακάτικο πανηγύρι στο κέντρο της Αθήνας δείχνει την αδυναμία της πολιτικής να παρακολουθήσει την κοινωνία. Τα ανοιχτά καταστήματα κατέβασαν πλημμυρίδα κόσμου και εκεί και σε άλλες εμπορικές περιοχές της πόλης, μέσα σε μια ατμόσφαιρα γιορτής.
Η μεγάλη σύγκρουση για το μέτρο της λειτουργίας των καταστημάτων τις Κυριακές κρίθηκε στους δρόμους: οι πολίτες ψήφισαν με τα πόδια τους, γέμισαν δρόμους και καταστήματα και άφησαν πίσω τους τους -λιγοστούς πια, όπως φάνηκε- υπερασπιστές μιας κλειστής, προστατευμένης οικονομίας και μιας αντίληψης που αντιβαίνει στο δικαίωμα της επιλογής.
Ασφαλώς, το μέτρο και οι προεκτάσεις του θα κριθούν σε βάθος χρόνου, αλλά είναι ήδη ορατό πως μια καθαρά μνημονιακή πολιτική, όπως έχει εγγραφεί στη συλλογική συνείδηση, γίνεται δεκτή από την κοινωνία σαν αυτή να την περίμενε εδώ και χρόνια.
Και η πολιτική πού στέκεται;
Η μεν αντιπολίτευση συστρατεύεται -όλο και πιο διστακτικά – με τους εκπροσώπους του παλαιού καθεστώτος. Μοιάζει να ευχαριστεί την τύχη της που κάποιος άλλος προχώρησε στις αλλαγές που η κοινωνία περίμενε, αλλά η ίδια δεν θα τολμούσε να φέρει υπό τον φόβο των υποχρεώσεών της σε συντεχνιακά συμφέροντα και των ιδεολογικών της αγκυλώσεων.
Η κοινωνία προηγείται της πολιτικής και αναζητά κάποια οραματική ηγεσία.
Η δε κυβέρνηση, αφού με τα χίλια ζόρια και υπό την πίεση των δανειστών προχώρησε απρόθυμα στην υλοποίηση του μέτρου, παρακολουθεί αμήχανη τους πολίτες να το κάνουν ζώσα πραγματικότητα. Η κοινωνία προσδοκά και άλλες μεταρρυθμίσεις – η κυβέρνηση δεν τολμά να τις προωθήσει ή προσπαθεί να τις αποφύγει παίζοντας τη γάτα και το ποντίκι με τους δανειστές. Χάνει έτσι και τη δυνατότητα να διεκδικήσει το πολιτικό όφελος από αυτές.
Τα ανοιχτά μαγαζιά την Κυριακή που μας πέρασε, οι αμέτρητες παρέες και οικογένειες που κατέκλυσαν τα εμπορικά κέντρα, υπογράμμισαν με έμφαση την ουσία του προβλήματός μας:
Η κοινωνία προηγείται της πολιτικής και εναγωνίως αναζητά κάποια οραματική ηγεσία.