Είναι αντιτουριστικός, μοιάζει με το στερεότυπο του μπακάλη από ταινία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, με τα κιλά, την καραφλίτσα και τα χοντρά γυαλιά. Είναι και γραφικός με τα σπασμένα ελληνικά του και τη γνωστή σκηνή όπου στολίζει το διαιτητή με το συνηθέστερο ελληνικό κοσμητικό. Λένε πως η προπόνησή του είναι παιδική χαρά και πως στήνει τις ομάδες του αμυντικά.
Αλλά τα ελληνικά ο Σέρχιο Μαρκαριάν τα έμαθε μέσα σε τρεις μήνες. Και τα αποτελέσματα της δουλειάς του βγάζουν μάτια: και στον Ιωνικό, και στον Παναθηναϊκό και όπου αλλού δούλεψε, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τα περί τσούκου – τσούκου λέγονται από όσους δεν καταλαβαίνουν πως το ποδόσφαιρο, όπως και πολλά άλλα, είναι πάνω από όλα τακτική και πραγματισμός. Και πως αν πας να παίξεις με τη Μπαρσελόνα στα ίσα, με τη μπάλλα πάνω – κάτω, θα διασυρθείς. Όπως διασύρθηκε ο Παναθηναϊκός στις επόμενες επισκέψεις του στη Βαρκελώνη, με άλλους στον πάγκο.
Η διοίκηση του ΠΑΟ δεν τον εμπιστεύθηκε, αλλά έμεινε στη μνήμη των οπαδών ως ο αδικημένος μάγος.
Ορισμένοι θεωρούν πως, τουλάχιστον στον τομέα της τακτικής, είναι ο μεγαλύτερος προπονητής που πέρασε από το ελληνικό ποδόσφαιρο τα τελευταία 40 χρόνια.
Αν του είχαν δοθεί ευκαιρίες στον Παναθηναϊκό, μπορεί και να είχε αναγνωρισθεί περισσότερο. Δύο φορές κλήθηκε να σώσει την ομάδα, που παράπαιε στα όρια της διάλυσης. Και τις δύο κατάφερε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να την φέρει σε επίπεδο ευρωπαϊκής διάκρισης και θα είχε κερδίσει και τίτλους αν δεν είχε αναλάβει με βαθμολογικό μειονέκτημα. Αλλά η τότε διοίκηση του Παναθηναϊκού δεν τον εμπιστεύθηκε ποτέ αρκετά ώστε να του αναθέσει την ομάδα από την αρχή της χρονιάς. Έμεινε στη μνήμη των οπαδών του ΠΑΟ ως αδικημένος μάγος.
Ένα αντίστοιχο μαγικό κλήθηκε να κάνει τώρα στην Εθνική Ελλάδος. Την παρέλαβε εντελώς διαλυμένη από τη λαίλαπα Ρανιέρι, μια ομάδα που λυπόσουν να βλέπεις. Ήδη στο πρώτο του ματς, παρουσίασε ένα κανονικό ποδοσφαιρικό σύνολο. Δεν κέρδισε, αλλά του άξιζε να κερδίσει. Αν καταφέρει και αυτό το θαύμα, να οδηγήσει στην πρόκριση τη ρημαγμένη Εθνική, τότε θα μπορεί να μπει στο πάνθεον του ποδοσφαίρου μας. Ας σκεφτούμε όμως γιατί ένας τόσο ικανός και αποτελεσματικός άνθρωπος δεν αναγνωρίσθηκε όσο έπρεπε και ως εκ τούτου δεν αφέθηκε να προσφέρει όσα είχε.
Ο πραγματισμός του δεν ταιριάζει στη συλλογική ψευδαίσθηση μεγαλείου από την οποία πάσχουμε. Θέλαμε (θέλουμε…) κάποιον που θα μας υποσχεθεί κυριαρχία, κάποιον που θα ικανοποιήσει το σύμπλεγμα ανωτερότητάς μας. Δεν θέλουμε κάποιον που θα αναγνωρίσει τις αδυναμίες μας και τα προτερήματά μας και θα σχεδιάσει ανάλογα, αλλά κάποιον που με τη στάση του θα μας διαβεβαιώσει πως δεν έχουμε αδυναμίες.
“Επιλογές πολυτελείας”
Την προηγούμενη δεκαετία δε (προ κρίσης, Μνημονίων και χρεωκοπίας), η συλλογική μας συνείδηση απαιτούσε επιλογές πολυτελείας. Όχι τον “ταβερνιάρη” Μαρκαριάν από τον Ιωνικό, αλλά κάτι πιο λαμπερό, από ένα προηγμένο πρωτάθλημα, που στις ονειρώξεις μας είναι αντίστοιχο με το δικό μας.
Στον έκτο χρόνο της κρίσης, ίσως έφθασε η ώρα να καταλάβουμε ότι δεν μας χρειάζονται Μαλεζάνι σε αυτήν τη χώρα, μας χρειάζονται Μαρκαριάν, που θα μας πάνε δυο βήματα μπροστά. Μέχρι και η ΕΠΟ και ο Σαρρής το κατάλαβαν.