Πριν από λίγους μήνες μέμφθηκα τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη για μικροπολιτική και για αδυναμία να αντιληφθεί την κρισιμότητα των περιστάσεων. Δεν μεταβάλλω άποψη για την τότε του πρωτοβουλία.
Αλλά χθές στη Θεσσαλονίκη έκανε κάτι σπάνιο, κάτι που ελάχιστοι πολιτικοί παγκοσμίως θα έκαναν, «κάτι που χάνει εκλογές».
Όταν ερωτήθηκε σχετικά με το συνταξιοδοτικό και για το τι βελτιώσεις μπορεί να επιδιώξει αν αναλάβει τις τύχες της χώρας, ήταν ξεκάθαρος και κοφτός: «Δεν μπορούμε να κάνουμε σχεδόν τίποτα». Και μετά πάλι: «Δεν γίνεται τίποτα».
Και όταν του ζητήθηκε να εξειδικεύσει, εξήγησε πως αν στο μέλλον συντρέξει μία σειρά από προϋποθέσεις, αν βελτιωθεί η αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής, αν αναταχθεί η οικονομία, γίνουν επενδύσεις και δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, τότε κάτι θα μπορούσε να γίνει, αλλά αυτά ας τα ξεχάσουμε για το 2016.
Θα παρατηρήσει κάποιος πως έσπευσε να επισημάνει ότι δεσμεύεται από τη συμφωνία του Τσίπρα και ότι δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να αφήσει ένα παραθυράκι ανοικτό για βελτιώσεις αν γίνουν κάποια πράγματα σε άλλους τομείς.
«Αυτό όμως αποκλείεται για το ’16».
Αλλά δείτε το βίντεο… Είναι έως και απότομος. «Αυτό όμως αποκλείεται για το ’16».
Αυτό είναι πρόοδος. Μπορεί όντως να χάσει τις εκλογές, μπορεί να τις έχανε ούτως ή άλλως, μπορεί από πολιτικό περιεχόμενο να μην έχει πολλά να επιδείξει, πέρα από το ότι για πρώτη φορά οδηγεί τη ΝΔ σε βουλευτικές εκλογές με στόχο (κατ’ ανάγκην, έστω) την κυβερνητική συνεργασία.
Αλλά κάτι προσέφερε με αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που του πήρε για να απαντήσει στην Τριανταφύλλου και στο Μουρελάτο. Μάλλον δεν θα του αναγνωρισθεί ποτέ. Μάλλον αυτή η στιγμιαία επίδειξη πολιτικών ηθών χάνεται μέσα στον ορυμαγδό των ανεδαφικών και αντιφατικών προεκλογικών εξαγγελιών όλων των κομμάτων (και του δικού του).
Σε καμία περίπτωση ένα τέτοιο μεμονωμένο περιστατικό δεν συνιστά δείγμα αλλαγής της πολιτικής και εκλογικής μας κουλτούρας. Αλλά ύστερα από έξι χρόνια κρίσης και την ανελέητη λαϊκίστικη επίθεση που δεχθήκαμε, τον δύσπεπτο όγκο μαξιμαλιστικής και ανορθολογικής ρητορικής που καταναλώσαμε, ήταν μια ανάσα.
Και αν λάβει κανείς υπ’ όψιν από ποιον ήλθε, ήταν και μία αναπάντεχη ανάσα.