Η επιτυχία στο Ευρωμπάσκετ του 1987 βασίσθηκε αγωνιστικά πάνω στο Γκάλη. Μεγάλοι παίκτες οι Γιαννάκης, Χριστοδούλου, Φασούλας, αλλά αυτός που έκανε τη διαφορά (π.χ., ανάμεσα στην τέταρτη και την πρώτη θέση) ήταν εκείνος. Όταν πρωτοεμφανίσθηκε στα ελληνικά γήπεδα το 1979, χωρίς τηλεοπτική κάλυψη τότε, η φήμη του κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα στην Αθήνα (ύστερα από ένα από τα πρώτα παιχνίδια του στην πρωτεύουσα, με την ΑΕΚ στον Πανελλήνιο, όταν πέτυχε 55 πόντους). Λίγο καιρό μετά, όλοι είχαν καταλάβει πως καλοί αυτοί που είχαμε έως τότε, αλλά ο Γκάλης ήταν φτιαγμένος από άλλο υλικό.

Ίσως αν είχε πάει στον Παναθηναϊκό αντί για τον Άρη (λέγεται ότι η τελική προσφορά από τη Θεσσαλονίκη ήταν ελάχιστα υψηλότερη από των Πρασίνων), να είχε πετύχει περισσότερα στην καριέρα του. Θα πήγαινε σε μία ομάδα που έκανε ήδη πρωταθλητισμό, είχε κάποιες διακρίσεις στην Ευρώπη και είχε πανίσχυρη για τα ελληνικά δεδομένα ομάδα. Δεν θα χρειαζόταν να χάσει χρόνια προκειμένου να κάνει ανταγωνιστική ομάδα τον Άρη.

Ο Άρης έβαλε τα θηρία στο παιχνίδι και αυτά τον κατεσπάραξαν.

Όμως, όπως ήρθαν τα πράγματα, ο Άρης ήταν που έγινε το εφαλτήριο για το ελληνικό μπάσκετ – περισσότερο και από την Εθνική.

Έκανε επενδύσεις, πήρε το Γιαννάκη, έφερε και ακριβούς (για τα δεδομένα της εποχής) ξένους. Με την αίσθηση του κυρίαρχου, που πρόσφερε η προσωπικότητα του Γκάλη, έπαψε να φοβάται Ιταλούς, Ισπανούς, Μακάμπι κ.ά. Πρόσφερε έτσι και τη μαγιά για τις επιτυχίες της Εθνικής το 1987 και το 1989 και αξιοποίησε τα επιτεύγματα αυτά προκειμένου να πάει και ο ίδιος ένα σκαλί πιο πάνω.

Βέβαια, το ελληνικό μπάσκετ είχε ήδη ιστορία και επιτυχίες μεγαλύτερες από αυτές του Άρη. Ευρωπαϊκός τίτλος για την ΑΕΚ, ημιτελικά Κυπέλλου Πρωταθλητριών για ΑΕΚ και ΠΑΟ – μεγάλα επιτεύγματα για τα δεδομένα των δεκαετιών 1960 και 1970, όταν η ανατολική Ευρώπη (Σοβιετικοί, Τσεχοσλοβάκοι) μεσουρανούσε και στη δυτική Ευρώπη είχαν αρχίσει να έρχονται Αμερικανοί παίκτες. Και, βέβαια, στην προϊστορία των ευρωπαϊκών διοργανώσεων υπήρχε και ο τρομερός Πανελλήνιος.

Εκτόξευση μέσα από την τηλεόραση

Ωστόσο, ο Άρης και ο Γκάλης βοήθησαν να γίνει μαζικότερο το άθλημα χάρη και στην τηλεόραση: Ήταν η πρώτη φορά που μεταδίδονταν ζωντανοί τόσοι αγώνες και που το μπάσκετ έμπαινε σε κάθε σπίτι την Πέμπτη το βράδυ, και μάλιστα σε τόσο ανταγωνιστικό επίπεδο για τα ελληνικά χρώματα.

Το παράδοξο είναι πως με την επιτυχία του ο Άρης είχε προδιαγράψει την πτώση του. Η πανίσχυρη ομάδα του είχε χτισθεί σε οικονομικές χίμαιρες, ήταν απολύτως βέβαιο πως κάποια στιγμή θα χρεωκοπούσε – και έτσι έγινε.

Νίκος Γκάλης

Ιπτάμενη αφάνα

Επί πλέον, η διάδοση του αθλήματος εκτός του κύκλου των πιστών και οι επιτυχίες του Άρη “προσκάλεσαν” τους μεγάλους συλλόγους της Αθήνας. Οι οικονομικές τους δυνατότητες ξεπερνούσαν εκ των πραγμάτων κατά πολύ εκείνες των συλλόγων της Θεσσαλονίκης – ήταν θέμα χρόνου πότε θα τους ξεπεράσουν.

[Ο Τζεβελέκης το είπε ξεκάθαρα: “[Η Θεσσαλονίκη είναι] μια πόλη που χορηγικά δεν μπορεί να στηρίξει σωματείο ούτε κατ’ ελάχιστο”.]

Ο Άρης, λοιπόν, έβαλε τα θηρία στο παιχνίδι και αυτά τον κατεσπάραξαν.

Όμως, έτσι εκτοξεύθηκε το ελληνικό μπάσκετ. Οι ασύγκριτα μικρότερος διεθνής ανταγωνισμός σε σχέση με το ποδόσφαιρο και τα περιορισμένα οικονομικά μεγέθη (ο συνολικός προϋπολογισμός του πρωταθλητή Ευρώπης Παναθηναϊκού ισούται με το εν τρίτον του κόστους της μεταγραφής του Κριστιάνο Ρονάλντο), σε συνδυασμό με τις στέρεες βάσεις του αθλήματος στην Ελλάδα και τη βελτίωση των υποδομών, έφεραν πλήθος ευρωπαϊκών τίτλων, ανάμεσά τους και 8 τίτλοι πρωταθλητού.

Η επιτυχία του 1987 ήταν ένα από τους σημαντικότερους σπινθήρες. Επειδή όμως τα ομαδικά αθλήματα προοδεύουν κυρίως χάρη στους συλλόγους, ο Άρης (και ο Γκάλης, βεβαίως) ήταν που πυροδότησαν την έκρηξη. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι πως αυτοί καρπώθηκαν τα λιγότερα…


ΥΓ: Άραγε, μέχρι πότε η Εθνική θα εξουθενώνει τους αθλητές που οι σύλλογοι αναδεικνύουν και συντηρούν με τεράστιους κόπους και δαπάνες; Γιατί θα πρέπει το μπάσκετ να έχει ευρωπαϊκό πρωτάθλημα κάθε δύο (αντί για τέσσερα) χρόνια και να μην περισσεύει ούτε ένα καλοκαίρι ξεκούρασης ύστερα από χρονιές 60 – 65 επίσημων αγώνων; Κρίμα δεν είναι ακόμη και οι καλύτεροι παίκτες κάθε ομάδας να μην μπορούν να παίξουν πάνω από 20 – 25 λεπτά (κάτι που ευνοεί τους πλούσιους συλλόγους με τα γεμάτα ρόστερ); Γιατί θα πρέπει να βλέπουμε υπεραθλητές να καταλήγουν στα χειρουργεία πριν φτάσουν τα τριάντα τους; Και ως πού θα φθάσει η υποβάθμιση του Ευρωμπάσκετ, με όλο και περισσότερους ποιοτικούς παίκτες να απέχουν για να προστατεύσουν την καριέρα τους;