Το 2004 μιλώντας με στέλεχος της νέας -τότε- κυβέρνησης άκουσα με έκπληξη τον πόνο του. Έπρεπε -λέει- να προχωρήσουν σε προσλήψεις προσωπικού για τα κυλικεία όλων των μουσείων της χώρας. “Ρε συ -του λέω- σε ξέρω χρόνια. Εσύ ως φιλελεύθερος, πώς δέχεσαι να προσλαμβάνεις δημοσίους υπαλλήλους για τα κυλικεία; Τι δουλειά έχει το κράτος να πουλάει καφέδες”;
Η απάντησή του ήταν του τύπου “μα… μου… τι να κάνουμε, δεχόμαστε πιέσεις, θα πάρει χρόνο να αλλάξει η νοοτροπία” κ.λπ.
Ο χρόνος πέρασε και η μόνη νοοτροπία που άλλαξε ήταν όσων συμφωνούσαν μαζί μου και βρίσκονταν στα ανώτερα κλιμάκια της κυβέρνησης.
Τα επώδυνα μέτρα λιτότητας του Παπανδρέου για να σωθεί η χώρα από τη χρεωκοπία μπορεί να επαναφέρουν σε τρία – τέσσερα χρόνια τα δημοσιονομικά σε τροχιά εξισορρόπησης.
Έχουμε δώσει ποτέ τη συνειδητή συγκατάθεσή μας να φτιάχνει και να πουλάει το κράτος μας καφέδες;
Όσο όμως παραμένει διάχυτη στην ελληνική κοινωνία η πίστη στο κράτος – καφετζή, η νόσος θα υποτροπιάζει. Και θα παραμένει διάχυτη, όσο δεν υπάρχει η πολιτική βούληση να πολεμηθεί αυτή η πίστη.
Ας το σκεφτούμε λίγο. Το κράτος το θέλουμε για να εγγυάται την ασφάλειά μας, να θέτει κανόνες λειτουργίας της κοινωνίας, να προωθεί συγκεκριμένα αγαθά με τις πολιτικές του.
Έχουμε συμφωνήσει ως κοινωνία σε κάποιο κοινωνικό συμβόλαιο ότι το κράτος θα πρέπει να είναι επιχειρηματίας; Κάποτε μιλούσαμε για τους τομείς εθνικής σημασίας και τότε υπήρχε κάποια συναίνεση πως σε αυτούς τους τομείς το κράτος θα πρέπει να δραστηριοποιείται προκειμένου να προστατεύσει το εθνικό συμφέρον.
Ο “εθνικός αερομεταφορέας”
Ακόμη και εκεί, η κοινή αντίληψη μοιάζει να έχει διαφοροποιηθεί τα τελευταία χρόνια, π.χ. δεν βλέπω κανέναν να ανησυχεί που δεν έχουμε πλέον “εθνικό αερομεταφορέα” ή κρατικό ΟΤΕ.
Όμως, έχουμε δώσει ποτέ τη συνειδητή συγκατάθεσή μας να φτιάχνει και να πουλάει το κράτος μας καφέδες;
Πώς φθάσαμε στο σημείο να λειτουργούν τα κυλικεία των μουσείων ως δημόσια υπηρεσία, αντί να ανατίθενται έναντι ενοικίου σε ιδιώτες, να δουλέψει ο κόσμος και να μην χρεώνεται το δημόσιο; Αυτό κάνουν, άλλωστε, οι ιδιωτικές εταιρείες που διατηρούν μεγάλα γραφεία: δίνουν σε εργολάβους τα κυλικεία και αποφεύγουν να επεκταθούν στον κλάδο της εστίασης…
Ακόμη πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι υπάλληλοι καθαρισμού των μουσείων (και όχι μόνον). Εκεί όχι μόνον αναλαμβάνει το κράτος να παριστάνει την καθαρίστρια, προσλαμβάνοντας στο δημόσιο προσωπικό για τη συγκεκριμένη δουλειά αντί να αναθέτει με διαγωνισμό το έργο σε ιδιωτικές εταιρείες, αλλά δεν επιτελεί και την αποστολή που όντως του έχουμε αναθέσει: του ελέγχου του πλαισίου λειτουργίας των ιδιωτικών εταιρειών.
Δηλαδή, αντί να φροντίζει το κράτος να λειτουργούν σε καθεστώς ευνομίας οι εταιρείες αυτές (είδαμε και ακούσαμε πολλά για πρακτικές εκβιασμού, για εργασιακό περιβάλλον μεσαίωνα κ.ά.), εκεί κλείνει τα μάτια (λόγω ανικανότητας της κρατικής μηχανής ή διαφθοράς) και την ίδια ώρα προσλαμβάνει άτομα για να καθαρίζουν τα δημόσια κτήρια.
Το χειρότερο είναι πως πεντέμισυ χρόνια μετά, με την παρούσα κυβέρνηση, προσλήψεις σε αυτές τις ειδικότητες γίνονται και τώρα, οι προκηρύξεις θέσεων συνεχίζονται ακόμη και στα πρόθυρα της χρεωκοπίας.
Το ιδεολογικό υπόβαθρο που μας έριξε έξω
Για την αποδοτικότητα και το κόστος λειτουργίας τέτοιων κρατικών υπηρεσιών δεν χρειάζεται καν να συζητήσει κανείς, είναι γνωστό ότι πρόκειται περί χοάνης. Όπως γνωστοί είναι και οι πελατειακής φύσεως λόγοι που συντηρούν τέτοιες πολιτικές.
Θα μου πει κάποιος, οι καθαρίστριες και οι καφετζήδες μας έριξαν έξω; Οι συγκεκριμένοι όχι, αλλά μας έριξε έξω το ιδεολογικό υπόβαθρο του κράτους – καφετζή.
Αν δεν αποσαθρωθεί το υπόβαθρο αυτό ούτε με την παρούσα κρίση, αν δεν πάψουν εκατομμύρια Έλληνες να αναζητούν -και με μέσον- μία θέση στο δημόσιο με την προσδοκία να αμείβονται καλύτερα και να εργάζονται λιγότερο, τότε καλά να ‘μαστε και θα ξαναμιλάμε για κίνδυνο χρεωκοπίας κάποτε στο μέλλον.